- τσίμπλιασμα
- τοέκκριση τσίμπλας από τους ταρσαίους αδένες των βλεφάρων, ο σχηματισμός τσίμπλας: Το τσίμπλιασμα πρέπει να 'γινε όταν κοιμόμουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσίμπλιασμα — το, Ν [τσιμπλιάζω] η έκκριση λήμης, σχηματισμός τσίμπλας … Dictionary of Greek
κηρίωμα — κηρίωμα, τὸ (Α) [κηρίον] νοσηρή έκκριση λήμης, κν. τσίμπλας, από τα μάτια, τσίμπλιασμα … Dictionary of Greek